- γονόρροια
- η(ιατρ.), η βλεννόρροια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γονορροίᾳ — γονορροίᾱͅ , γονόρροια spermatorrhoea fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονόρροια — spermatorrhoea fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονόρροια — η (AM γονόρροια) η βλεννόρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνος + ρροια < ρόFoς ρους < ρέω (πρβλ. αιμόρροια, υδρόρροια)] … Dictionary of Greek
γονορροίας — γονορροίᾱς , γονόρροια spermatorrhoea fem acc pl γονορροίᾱς , γονόρροια spermatorrhoea fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονορροίαις — γονόρροια spermatorrhoea fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονορροίης — γονόρροια spermatorrhoea fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονόρροιαι — γονόρροια spermatorrhoea fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονόρροιαν — γονόρροια spermatorrhoea fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονορροϊκός — ή, ό (Α γονορροϊκός, ή, όν) αυτός που υποφέρει από γονόρροια νεοελλ. ο σχετικός με τη γονόρροια … Dictionary of Greek
Bonjourtropfen — Klassifikation nach ICD 10 A54.0 Gonokokkeninfektion des unteren Urogenitaltraktes A54.1 mit Abszessbildung A54.2 … Deutsch Wikipedia